ακεστρίς

ακεστρίς
ἀκεστρὶς (-ίδος), η (Α)
η γιάτρισσα ή η μαμμή (Ιπποκρ. 254, 50).
[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλυκό τής λ. ἀκεστήρ*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀκεστρίς — midwife fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκεστρίδας — ἀκεστρίς midwife fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκεστρίσι — ἀκεστρίς midwife fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακεστήρ — ἀκεστὴρ ( ῆρος), ο (Α) 1. θεραπευτής, γιατρός 2. αυτός που καταπραΰνει, που δαμάζει «ἀκεστήρα χαλινὸν» (Σοφ. Οιδ. Κολ. 714). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκέομαι. ΠΑΡ. αρχ. ἀκεστήριον, ἀκεστήριος, ἀκεστρίς] …   Dictionary of Greek

  • ακεστής — ἀκεστὴς, ο (θηλ. ἀκεστρίς*) (AM) 1. γιατρός, θεραπευτής (Λυκόφρων 1052, Ευστάθ. 1254, 2) 2. αυτός που μπαλώνει σκισμένα ρούχα «ἀκεσταὶ ἱματίων ῥαγέντων» (Ξεν. Κυρ. Παιδ. 1, 6, 16). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκέομαι. ΠΑΡ. αρχ. ἀκεστίδες] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”